- ομφαλίτιδα
- ηιατρ. φλεγμονή τού ομφαλού τού βρέφους που όταν εμφανίζεται τις πρώτες ημέρες μετά την αποκοπή τού ομφάλιου λώρου οφείλεται σε έλλειψη ασηψίας κατά την περιποίηση τής ουλής, ενώ, όταν εμφανίζεται σε ώριμο άτομο, είναι συνέπεια πλημμελούς υγιεινής.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. omphalitis (< ομφαλός + κατάλ. -ίτιδα, που δηλώνει ασθένειες)].
Dictionary of Greek. 2013.